ἐναλλασσομένων

ἐναλλασσομένων
ἐναλλάσσω
exchange
pres part mp fem gen pl
ἐναλλάσσω
exchange
pres part mp masc/neut gen pl
ἐναλλάσσω
exchange
pres part mp fem gen pl
ἐναλλάσσω
exchange
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • συχνόμετρο — Ηλεκτρικό όργανο μέτρησης της συχνότητας των εναλλασσόμενων ρευμάτων. Εκείνα που διαθέτουν παλλόμενα ελάσματα (γλωσσίδες), βασίζονται στην αρχή κατά την οποία κάθε σώμα, που είναι επιδεκτικό σε παλμικές κινήσεις, παρουσίαζα μια περίοδο ταλάντωσης …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • διφασικός — ή, ό 1. αυτός που έχει δύο φάσεις 2. φρ. διφασικό σύστημα δύο ρευμάτων ή δύο τάσεων εναλλασσόμενων, τής ίδιας συχνότητας και τού ίδιου πλάτους 3. «διφασική περιέλιξη» περιέλιξη διαμορφωμένη κατάλληλα για την παραγωγή διφασικών ρευμάτων …   Dictionary of Greek

  • δράση — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για τα μεγέθη που ορίζουν ορισμένες ιδιότητες των κλασικών και κβαντικών μηχανικών συστημάτων. Οι φυσικές διαστάσεις των ιδιοτήτων αυτών προκύπτουν από το γινόμενο ενέργειας επί χρόνο. Στην αναλυτική… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροδυναμόμετρο — Όργανο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί –ανάλογα με τον τρόπο που θα το συνδέσουμε στο κύκλωμα– για τη μέτρηση εντάσεων, τάσεων ή ισχύων, τόσο των συνεχών όσο και των εναλλασσομένων ρευμάτων. Το η. αποτελείται από δύο πηνία, από τα οποία το ένα… …   Dictionary of Greek

  • πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… …   Dictionary of Greek

  • πολυνουκλεοτίδιο — το, Ν (βιοχ.) αδιακλάδωτη αλυσίδα νουκλεοτιδίων συνδεδεμένων σε έναν σκελετό εναλλασσόμενων σακχάρου και φωσφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. polynucleotide (< πολυ * + nucleotide «νουκλεοτίδιο»)] …   Dictionary of Greek

  • ραδιοηλεκτρολογία — Τεχνική που επιτρέπει τη μετάδοση μηνυμάτων, ήχων ή εικόνων σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η ρ. είναι συλλογικό έργο, οφείλεται δε σε εφευρέτες επιστήμονες και τεχνικούς, που ανήκουν σε διάφορα έθνη. Το 1845 ο Μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”